προαλέστερον

προαλέστερον
προαλής
sloping
adverbial comp
προαλής
sloping
masc acc comp sg
προαλής
sloping
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προαλής — ές, Α 1. αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, κεκλιμένος, επικλινής 2. πρόχειρος 3. απρόσεκτος, απερίσκεπτος 4. ισχυρογνώμων, αυθάδης 5. άφρων, ασυλλόγιστος 6. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προαλέστερον πιο ορμητικά 7. φρ. «προαλὲς ὕδωρ» νερό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”